Πολιτική για τον Ανταγωνισμό

Choose
FREZYDERM
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

 

Έκδοση 1.0  Αθήνα, Μάιος 2023

Η FREZYDERM σέβεται και συμμορφώνεται απολύτως με το δίκαιο ανταγωνισμού, αναγνωρίζοντας ότι ο νόμιμος και υγιής ανταγωνισμός λειτουργεί επ’ ωφελεία των καταναλωτών, των επιχειρήσεων και της καινοτομίας, οι δε περιορισμοί του, εκτός από τη δυνητική βλάβη στον καταναλωτή και στη φήμη της εταιρείας, μπορούν να επισύρουν αυστηρές διοικητικές και ποινικές κυρώσεις, καθώς και αξιώσεις αποζημίωσης.

Ο σεβασμός των κανόνων του υγιούς ανταγωνισμού αποτελεί υποχρέωση όλων: της διοίκησης, των στελεχών και των υπαλλήλων της εταιρείας. Παραβάσεις της σχετικής νομοθεσίας δεν γίνονται ανεκτές. Επισημαίνεται ότι κυρώσεις για παραβάσεις του δικαίου ανταγωνισμού μπορούν να επιβληθούν και σε φυσικά πρόσωπα πλην της εταιρείας.

Οποιοσδήποτε θεωρεί ότι παραβιάζεται η παρούσα πολιτική έχει δικαίωμα και υποχρέωση να το αναφέρει στη νομική υπηρεσία επώνυμα ή ανώνυμα. Η FREZYDERM διασφαλίζει ότι δεν επιβάλλονται κυρώσεις ή άλλου είδους αρνητικές συνέπειες σε όποιον καταγγέλλει παραβάσεις της νομοθεσίας και τηρεί τις διατάξεις του ν. 4990/2022 για την προστασία προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις ενωσιακού δικαίου.

  1. ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΜΕ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ (ΟΡΙΖΟΝΤΙΕΣ ΣΥΜΠΡΑΞΕΙΣ)

Κάθε επιχείρηση οφείλει να καθορίζει αυτόνομα την εμπορική της πολιτική χωρίς συνεννόηση ή επαφή με τους ανταγωνιστές της. Απαγορεύονται συμφωνίες με ανταγωνιστές με αντικείμενο τον καθορισμό τιμών, εκπτώσεων, προωθητικών ενεργειών και την κατανομή πελατών ή περιοχών. Απαγορεύεται επίσης και η πρόταση κατάρτισης των πιο πάνω αντιανταγωνιστικών συμφωνιών. Οποιοδήποτε στέλεχος ή υπάλληλος της Εταιρείας έρθει σε επαφή με ανταγωνιστή για τα ανωτέρω αντικείμενα παραβιάζει ευθέως τη νομοθεσία και την παρούσα πολιτική.

Σε περίπτωση λήψης πρότασης από ανταγωνιστή για σύναψη τέτοιας συμφωνίας, θα πρέπει να υπάρξει άμεσα σε συνεργασία με τη νομική υπηρεσία σαφής απόρριψη και αποστασιοποίηση του λήπτη και της Εταιρείας από τέτοιες πρακτικές.

Συνεργασία μεταξύ ανταγωνιστικών επιχειρήσεων μπορεί υπό προϋποθέσεις να είναι νόμιμη, εφόσον δεν αφορά τα ανωτέρω αντικείμενα και ανάλογα με τα μερίδια αγοράς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Απαραίτητη προϋπόθεση για την έναρξη οποιασδήποτε συζήτησης με ανταγωνιστή είναι η προηγούμενη αξιολόγηση της σκοπούμενης συνεργασίας από τη νομική υπηρεσία πριν την οποιαδήποτε επαφή και η τήρηση ειδικών διαδικασιών (αυστηρός καθορισμός αντικειμένου, ορισμός προσώπων που θα συμμετέχουν στις συζητήσεις και δέσμευσή τους με υποχρέωση εμπιστευτικότητας, τήρηση πρακτικών, συμμετοχή δικηγόρου κλπ.)

Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών μπορεί επίσης να έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού και για τον λόγο αυτό πρέπει να αποφεύγεται, εάν δεν υπάρχει ειδικός λόγος και δεν έχει προηγηθεί η έγκριση της νομικής υπηρεσίας. Πληροφορίες για τιμές, κόστη, εκπτώσεις, εμπορικές και προωθητικές ενέργειες, προμήθειες, συμφωνίες με διανομείς κλπ. δεν επιτρέπεται να αποκαλύπτονται σε ανταγωνιστές ή να δημοσιοποιούνται χωρίς άδεια της νομικής υπηρεσίας. Η νομική υπηρεσία θα αξιολογήσει κατά πόσο η ανταλλαγή πληροφοριών επιδιώκει νόμιμο σκοπό  και σε τι έκταση μπορεί να λάβει χώρα. Αντίστοιχα, απαγορεύεται και η λήψη εμπιστευτικών πληροφοριών από ανταγωνιστές είτε απευθείας είτε μέσω τρίτων. Σε περίπτωση που περιέλθουν σε γνώση στελέχους ή υπαλλήλου τέτοιες πληροφορίες, θα πρέπει να διαγραφούν άμεσα και να μη χρησιμοποιηθούν ΄για την κατάρτιση της εμπορικής πολιτικής της εταιρείας.

Η Εταιρεία δύναται να συμμετέχει σε ενώσεις επιχειρήσεων που επιδιώκουν νόμιμους κα θεμιτούς σκοπούς, όπως είναι η θεσμική εκπροσώπηση του κλάδου έναντι του κράτους. Κατά τη συμμετοχή σε τέτοιες ενώσεις, θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα να μην ανταλλάσσονται εμπιστευτικές πληροφορίες των συμμετεχουσών επιχειρήσεων και οι συζητήσεις να μην αφορούν την εμπορική στρατηγική των εταιρειών. Για τις συναντήσεις των οργάνων της ένωσης επιχειρήσεων θα πρέπει να έχει προηγηθεί η αποστολή της ατζέντας με τα προς συζήτηση θέματα, ενώ κατά τη διάρκεια της συνάντησης θα πρέπει να τηρούνται πρακτικά. Συζητήσεις για τιμές, κόστη, μελλοντικά σχέδια απαγορεύονται απολύτως. Σε περίπτωση που αναφερθούν τέτοια θέματα, ο εκπρόσωπος της Εταιρείας οφείλει να αποστασιοποιηθεί δημόσια, να αποχωρήσει αμέσως από τη συζήτηση και να αναφέρει το γεγονός στη νομική υπηρεσία.

  1. ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΜΕ ΔΙΑΝΟΜΕΙΣ (ΚΑΘΕΤΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ)

Η Εταιρεία δικαιούται να διασφαλίζει την ορθή διακίνηση των προϊόντων της φροντίζοντας τη φήμη και την αξιοπιστία τους. Η φύση των προϊόντων ως υψηλής ποιότητας δερμοκαλλυντικών που ενδείκνυνται για χρήση συμπληρωματικά με φαρμακευτικά προϊόντα απαιτεί οι διανομείς να είναι σε θέση να προσφέρουν στους καταναλωτές τις κατάλληλες γνώσεις και εμπειρία. Δεν επιτρέπεται όμως η Εταιρεία να επιβάλλει στους διανομείς της όρους που περιορίζουν τον ανταγωνισμό είτε μεταξύ των διανομέων της είτε μεταξύ των προϊόντων της και ανταγωνιστικών προϊόντων πέραν του αναγκαίου μέτρου.

Απαγορεύεται αυστηρά ο καθορισμός τιμών μεταπώλησης των προϊόντων από τους διανομείς στους πελάτες τους. Η Εταιρεία μπορεί να προτείνει ενδεικτικές τιμές μεταπώλησης στους διανομείς της, δεν επιτρέπεται όμως να ελέγχει τη συμμόρφωση των διανομέων με τις τιμές αυτές. Ομοίως δεν επιτρέπεται να περιορίζει τη χορήγηση εκπτώσεων από τους διανομείς στους πελάτες τους. Για τον ίδιο λόγο δεν επιτρέπεται να τιμωρεί ή να επιβραβεύει τους διανομείς της, ανάλογα με τη συμμόρφωσή τους με τις ενδεικτικές τιμές. Η Εταιρεία δύναται να επιβάλλει ανώτατες τιμές μεταπώλησης και να ελέγχει τη συμμόρφωση των διανομέων της με αυτές, προκειμένου να αποτρέψει την κερδοσκοπία σε βάρος του ονόματος και της φήμης της. Δεν μπορεί όμως να ελέγχει τις κατώτατες τιμές, στις οποίες πωλούν οι διανομείς της.

Η Εταιρεία δεν επιτρέπεται να περιορίζει τις αμοιβαίες προμήθειες των προϊόντων της μεταξύ των διανομέων της. Μπορεί να επιλέγει διανομείς με βάση ποιοτικά κριτήρια εφαρμόζοντας σύστημα επιλεκτικής διανομής και να απαγορεύει την πώληση των προϊόντων της σε διανομείς εκτός του συστήματος, όμως οι πωλήσεις μεταξύ διανομέων που είναι ενταγμένοι στο δίκτυο διανομής και οι πωλήσεις σε καταναλωτές θα πρέπει να είναι ελεύθερες.

Ομοίως απαγορεύεται ο περιορισμός των εξαγωγών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε καταναλωτές ή σε άλλους εξουσιοδοτημένους διανομείς.

Η Εταιρεία μπορεί να επιβάλλει ποιοτικά κριτήρια για τις πωλήσεις των προϊόντων της από τους εξουσιοδοτημένους διανομείς μέσω διαδικτύου, δεν μπορεί όμως να αποκλείσει παντελώς τις διαδικτυακές πωλήσεις.

  1. ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑΣ ΘΕΣΗΣ

Μολονότι η Εταιρεία δραστηριοποιείται σε μια πλήρως ανταγωνιστική αγορά με ισχυρή παρουσία διεθνών σημάτων, για λόγους πληρότητας γίνεται μνεία της απαγόρευσης κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης. Επιχειρήσεις που κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά, ήτοι τέτοια οικονομική ισχύ που να μπορούν να συμπεριφέρονται σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητα από πελάτες και ανταγωνιστές, απαγορεύεται να συμπεριφέρονται με τρόπο που να αποδυναμώνει περαιτέρω τον ήδη εξασθενημένο ανταγωνισμό χωρίς αντικειμενικό λόγο ή να εκμεταλλεύονται την ισχύ τους επιβάλλοντας μη εύλογες τιμές και όρους στους πελάτες τους. Η απόκτηση και κατοχή δεσπόζουσας θέσης στην αγορά καθ’ εαυτήν δεν απαγορεύεται. Παραδείγματα καταχρηστικής συμπεριφοράς είναι η συστηματική πώληση κάτω του κόστους με σκοπό την εξόντωση των ανταγωνιστών, η παροχή εκπτώσεων πίστης, η αδικαιολόγητη διακριτική μεταχείριση.

  1. ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ

Η εξαγορά επιχειρήσεων ενδέχεται να χρειάζεται την προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής Ανταγωνισμού ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ανάλογα με τον κύκλο εργασιών των συμμετεχουσών επιχειρήσεων. Πριν οποιαδήποτε εξαγορά επιχείρησης ή απόκτηση ουσιαστικής επιρροής στη διοίκησή της με οποιονδήποτε τρόπο (συμφωνία μετόχων κλπ.), θα πρέπει να ζητείται η γνώμη της νομικής υπηρεσίας, η οποία θα εξετάζει αν απαιτείται προηγούμενη γνωστοποίηση στις Αρχές.

  1. ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η παράβαση της νομοθεσίας για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού μπορεί να επιφέρει πολύ σοβαρές διοικητικές, ποινικές και αστικές κυρώσεις. Αρμόδιες για τη διερεύνηση και την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων είναι η Επιτροπή Ανταγωνισμού και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι οποίες έχουν την εξουσία να εκκινήσουν έρευνα είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν καταγγελίας. Σε περίπτωση παράβασης, μπορούν να επιβάλουν πρόστιμα έως 10% του παγκόσμιου κύκλου εργασιών της επιχείρησης που έχει τελέσει την παράβαση.

Η νομοθεσία προβλέπει επίσης ποινικές κυρώσεις. Ειδικά για τις αντιανταγωνιστικές συμφωνίες μεταξύ ανταγωνιστών προβλέπεται ποινή φυλάκισης για τα φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν ως εκπρόσωποι των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, ενώ για τις λοιπές περιπτώσεις προβλέπεται χρηματική ποινή.

Η νομοθεσία προβλέπει επίσης τη δυνατότητα των θιγομένων επιχειρήσεων και καταναλωτών να αξιώσουν αποζημίωση σε περίπτωση παράβασης της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού.

Η Εταιρεία δεσμεύεται να τηρεί απαρέγκλιτα τη νομοθεσία περί ανταγωνισμού και αναμένει να την τηρούν όλα τα στελέχη και οι υπάλληλοί της, οι οποίοι δεσμεύονται από την παρούσα πολιτική. Δεσμεύεται επίσης να συνεργάζεται σε πνεύμα ειλικρίνειας και καλής πίστης με τις Αρχές και να παρέχει οποιαδήποτε τυχόν στοιχεία της ζητούνται αρμοδίως. Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε υπάλληλος θεωρεί ότι συντελείται παράβαση της πολιτικής, οφείλει να ενημερώσει τη νομική υπηρεσία επώνυμα ή ανώνυμα.

Υπεύθυνος Παραλαβής και Παρακολούθησης Αναφορών (Υ.Π.Π.Α.) με την έννοια του ν. 4990/2022 για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού είναι ο Νομικός Σύμβουλος της Εταιρείας κ. Στέφανος Βαζάκας, ο οποίος θα συντονίζει τη διερεύνηση οποιασδήποτε αναφοράς περί παραβάσεων, διαφυλάσσοντας την εμπιστευτικότητα των στοιχείων του αναφέροντος και ενημερώνοντάς τον εντός τριμήνου για την πορεία της διερεύνησης.

Η παρούσα πολιτική έχει εγκριθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας και είναι δεσμευτική.